- ὁμηρείας
- ὁμηρείᾱς , ὁμηρείαgiving of hostagesfem acc plὁμηρείᾱς , ὁμηρείαgiving of hostagesfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φρενό, Αντρέ — (Frénaud, Μοντσό λε Μιν 1907 1993). Γάλλος ποιητής. Αφιερώθηκε στην ποίηση από το 1941, κατά τη διάρκεια της ομηρείας του στη Γερμανία, εκφράζοντας φιλοσοφικές ιδέες συγγενικές με τον υπαρξισμό. Η ιδιοτυπία της τέχνης του συνίσταται στην έρευνα… … Dictionary of Greek